εξιστορώ

εξιστορώ
-έω και -άω (AM ἐξιστορῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια
αρχ.-μσν.
διασαφηνίζω
αρχ.
1. ερευνώ, πληροφορούμαι, βεβαιώνομαι («ἐξιστορήσας και σαφηνίσας ὁδόν», Αισχ.)
2. ανακρίνω κάποιον για να μάθω («μηδέ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιστορώ (< ίστωρ «γνώστης» < οίδα* «γνωρίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξιστορώ — εξιστορώ, εξιστόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξιστορώ — εξιστόρησα, εξιστορήθηκα, εξιστορημένος, μτβ., διηγούμαι κάτι λεπτομερειακά και με ακρίβεια, αναφέρω σε έκταση όλα τα γεγονότα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …   Dictionary of Greek

  • αφηγούμαι — ( έομαι) και αφηγιέμαι (AM ἀφηγοῡμαι, Α και ἀπηγέομαι, ιων. τ.) διηγούμαι, εξιστορώ αρχ. μσν. τὸ ἀπηγημένον, τὸ ἀφηγούμενον η αφήγηση, αυτό που αφηγούμαι αρχ. οδηγώ, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηγούμαι. Ο νεοελλ. τ. αφηγιέμαι… …   Dictionary of Greek

  • διαμυθολογώ — διαμυθολογῶ ( έω) (Α) 1. ανακοινώνω προφορικά 2. συνομιλώ, συνδιαλέγομαι 3. εξιστορώ, αφηγούμαι …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • διεξιστορώ — διεξιστορῶ ( έω) [εξιστορώ] διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια …   Dictionary of Greek

  • διηγούμαι — και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, έομαι) [ηγούμαι] εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός μσν. αναφέρω νεοελλ. φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» γι αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες β) «που… …   Dictionary of Greek

  • ενιστορώ — ἐνιστορῶ, έω (AM) [ιστορώ] εξιστορώ, ανιστορώ, διηγούμαι, εκθέτω …   Dictionary of Greek

  • εξιστόρημα — το [εξιστορώ] η διήγηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”