εξιστορώ — εξιστορώ, εξιστόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξιστορώ — εξιστόρησα, εξιστορήθηκα, εξιστορημένος, μτβ., διηγούμαι κάτι λεπτομερειακά και με ακρίβεια, αναφέρω σε έκταση όλα τα γεγονότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… … Dictionary of Greek
αφηγούμαι — ( έομαι) και αφηγιέμαι (AM ἀφηγοῡμαι, Α και ἀπηγέομαι, ιων. τ.) διηγούμαι, εξιστορώ αρχ. μσν. τὸ ἀπηγημένον, τὸ ἀφηγούμενον η αφήγηση, αυτό που αφηγούμαι αρχ. οδηγώ, προπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ηγούμαι. Ο νεοελλ. τ. αφηγιέμαι… … Dictionary of Greek
διαμυθολογώ — διαμυθολογῶ ( έω) (Α) 1. ανακοινώνω προφορικά 2. συνομιλώ, συνδιαλέγομαι 3. εξιστορώ, αφηγούμαι … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
διεξιστορώ — διεξιστορῶ ( έω) [εξιστορώ] διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια … Dictionary of Greek
διηγούμαι — και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, έομαι) [ηγούμαι] εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός μσν. αναφέρω νεοελλ. φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» γι αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες β) «που… … Dictionary of Greek
ενιστορώ — ἐνιστορῶ, έω (AM) [ιστορώ] εξιστορώ, ανιστορώ, διηγούμαι, εκθέτω … Dictionary of Greek
εξιστόρημα — το [εξιστορώ] η διήγηση … Dictionary of Greek